- στοργᾷ
- στοργήlovefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοργάν — στοργά̱ν , στοργή love fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργάς — στοργά̱ς , στοργή love fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερώ — έω, Α [πρότερος] 1. προηγούμαι ως προς τον χρόνο ή τον τόπο (α. «προτερεῑ ἀστραπὴ βροντῆς», Επίκ. β. «προτερεόντων δὲ τῶν σὺν Παυσανίῃ», Ηρόδ.) 2. (για τοκετό) γίνομαι πριν από την ώρα μου 3. (για φυτά) είμαι πρώιμος 4. (για πρόσ.) παίρνω την… … Dictionary of Greek